- σκιρός
- -ά, -όν, Α [σκῑρος]1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός2. (για νόσο) καρκινοειδής3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιρός — hard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκῖρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκῖρος — hard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκίρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ … Dictionary of Greek
σκιρά — σκιρός hard neut nom/voc/acc pl σκιρά̱ , σκιρός hard fem nom/voc/acc dual σκιρά̱ , σκιρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρόν — σκιρός hard masc acc sg σκιρός hard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκίρους — Σκίρος masc acc pl Σκί̱ρους , Σκῖρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιροῖς — σκιρός hard masc/neut dat pl σκιρόω pres opt act 2nd sg σκιρόω pres subj act 2nd sg σκιρόω pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρούς — σκιρός hard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)